Нефт στα ελληνικά
Μετάφραση: нефт, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, ακατέργαστος, ωμός, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις
- неумело στα ελληνικά - κακοφτιάχνω, Μπανγκλ, Bungle, Τσαπατσουλιά, κάμνω ατεχνώς
- нефрит στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
- нечестности στα ελληνικά - ατιμία, ανεντιμότητα, ανειλικρίνεια, ανεντιμότητας, την ατιμία
- ние στα ελληνικά - εμείς, που, θα, έχουμε, μπορούμε
Τυχαίες λέξεις
Нефт στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ακατέργαστος, ωμός, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ακατέργαστος, ωμός, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου