Λέξη: δαγκώνω

Σχετικές λέξεις: δαγκώνω

τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω τη γλώσσα μου

Συνώνυμα: δαγκώνω

τσιμπώ, δελεάζομαι, ξεγελώ, κεντρίζω, σπάζω, θραύω, κροτώ, αρπάζω, ομιλώ αποτόμως

Μεταφράσεις: δαγκώνω

δαγκώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bite, snap, I bite

δαγκώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mordisco, morder, picada, picar, mordedura, picadura, bocado, mordida, morder a, muerda

δαγκώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stich, bissen, beißen, fassen, greifen, happen, stechen, Biss, zu beißen, bite

δαγκώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mords, morsure, pincer, piqûre, mordre, manger, mordiller, mordons, mordez, picoter, piquer, mordent, goulée, ronger

δαγκώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addentare, addentatura, mordere, morso, abboccare, azzannare, mordermi, morderà

δαγκώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rilhar, morder, mordida, mordem, mordê, morda

δαγκώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beitsen, happen, beet, knauwen, bijten, bijt, te bijten, hap

δαγκώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клев, прикусывать, откусить, кусок, покусать, закусывать, щипать, клевать, перекусать, перегрызать, прогрызать, вкусить, прикус, откусывать, отравление, зажатие, укусить, кусать, кусают, укуса, укус

δαγκώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stikk, bitt, bite, biter, bit, å bite

δαγκώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bita, bett, biter, bite, tugga

δαγκώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
terä, puraista, haukkaus, purema, haukata, haukku, purra, pure, purenta, bite

δαγκώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bide, bid, bider, at bide, bite

δαγκώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hryzat, uštknutí, leptat, pokousat, štípnout, štípat, uštknout, kousat, hrýzt, brát, kousnutí, píchnout, rozežírat, kousnout, žvanec, pálit, skus, štípou, bite

δαγκώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaciśnięcie, chwytać, ukąsić, kęs, zagryźć, ugryźć, zgryźć, ukąszenie, pokąsać, kąsać, nagryzać, ugryzienie, gryźć, gryz, pogryźć, odgryźć

δαγκώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harapás, harap, harapni, falatot, megharapni

δαγκώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite

δαγκώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кусатися, палити, отруєння, укус, роз'їдати, вкусити, укусити, укусить

δαγκώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kafshoj, kafshojë, kafshimit, të kafshojë, të kafshoj

δαγκώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване

δαγκώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўкусіць, укусіць, пакусаць, наўцёкі

δαγκώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suutäis, nõelama, hammustama, hammustus, hammustada, hammustavad, hammusta

δαγκώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugriz, gristi, zagristi, ujesti, odgristi, ugristi, grizu, bite

δαγκώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bíta, biti, bit, naga, bítur, að bíta

δαγκώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kąsti, įkandimas, įkąsti, Užkandote, įkandimo, bite

δαγκώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iekost, kodums, sakodiens, bite, kost

δαγκώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гризат, залак, гризне, касне, гризнам

δαγκώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muşcătură, mușca, musca, muște, muscatura, mușcă

δαγκώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugriz, grizejo, bite, ugrizniti, ugriznila

δαγκώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skus, zhryz, záhryz
Τυχαίες λέξεις