Ακατέργαστος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακατέργαστος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нефт, суров, сурова, сурово, сурови, суровото
Ακατέργαστος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακατέργαστος

ακατέργαστος συνώνυμα, ακατέργαστος χαλαζίας, ακατέργαστος λίθος, ακατέργαστος καπνός, ακατέργαστος συνώνυμο, ακατέργαστος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακατέργαστος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακατάλληλος στα βουλγαρικά - неподходящ, негоден, неподходящи, неподходяща, неподходящо
  • ακατάστατος στα βουλγαρικά - небрежен, мърляв, немарлив, мърлява, небрежна
  • ακαταστασία στα βουλγαρικά - безредие, неспретнатост, разбърканост, раздърпаността, вид и раздърпаността
  • ακατοίκητος στα βουλγαρικά - необитаем, необитаеми, необитаема, необитаемо, необитаван
Τυχαίες λέξεις
Ακατέργαστος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нефт, суров, сурова, сурово, сурови, суровото