Норма στα ελληνικά
Μετάφραση: норма, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναλογία, πρότυπο, τιμή, νόρμα, κανόνας, κανόνα, στόχου
Μεταφράσεις
- номенклатура στα ελληνικά - ονοματολογία, ονοματολογίας, ονοματολογία των, ονοματολογία που, ονοματολογίας των
- нора στα ελληνικά - κουνελοφωλιά, σκάβω, Νόρα, Nora, Η Νόρα, το Νόρα
- нос στα ελληνικά - μύτη, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος
- носилки στα ελληνικά - σκουπίδια, απορρίμματα, φορεία, Τα φορεία, φορείων, εντατήρες, Τελάρα
Τυχαίες λέξεις
Норма στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναλογία, πρότυπο, τιμή, νόρμα, κανόνας, κανόνα, στόχου
Μεταφράσεις: αναλογία, πρότυπο, τιμή, νόρμα, κανόνας, κανόνα, στόχου