Λέξη: ιδρυτής

Σχετικές λέξεις: ιδρυτής

ιδρυτής coco mat, ιδρυτής της apple, ιδρυτής ολυμπιακών αγώνων, ιδρυτής κκε, ιδρυτής apple, ιδρυτής του προσκοπισμού, ιδρυτής ερυθρού σταυρού, ιδρυτής του λατίου, ιδρυτής της microsoft, ιδρυτής facebook

Συνώνυμα: ιδρυτής

θεμελιωτής, χύτης

Μεταφράσεις: ιδρυτής

ιδρυτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
founder, founder of, the founder, founded

ιδρυτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fundador, fundadora, fundador de, el fundador, fundadores

ιδρυτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gründer, begründer, gründerin, begründerin, gießer, Gründer, Begründer, Gründers, Gründerin

ιδρυτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fondeur, fondateur, sombrer, fondatrice, fondateur de, le fondateur, fondateurs

ιδρυτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondatore, fondatrice, il fondatore, fondatore di, fondatori

ιδρυτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fundador, fundadora, founder, o fundador, fundador da

ιδρυτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprichter, stichter, grondlegger, de oprichter, oprichter van

ιδρυτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затонуть, ламинит, учредитель, зачинатель, родоначальник, основоположник, литейщик, создатель, оседать, охрометь, основатель, основателем, основателя, учредителем

ιδρυτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grunnleggeren, grunnlegger, legger, gründer, grunnleggerne

ιδρυτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grundare, grundaren, grundarna, av grundarna, grundade

ιδρυτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
upota, luhistua, vajota, kompastua, perustaja, perustajan, perustajajäsen, perustajan Info, perustajana

ιδρυτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grundlægger, grundlæggeren, stifter, stifteren

ιδρυτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakladatel, slévač, tavič, kovolitec, zakladatelem, zakladatele, zakladatelka, zřizovatelem

ιδρυτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
założyciel, ochwat, wytapiacz, odlewnik, fundator, pomysłodawca, twórca, założycielem, założyciela

ιδρυτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olvasztár, patagyulladás, adományozó, alapító, alapítója, megalapítója, alapítójának

ιδρυτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurucu, kurucusu, kurucusudur, kurucularından, kurucusu olan

ιδρυτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осідати, засновник, впасти, упасти, фундатор, засновника

ιδρυτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
themelues, themeluesi, themeluesi i, themeluese, themeluesit

ιδρυτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
основателя, основател, учредител, основателят, създател

ιδρυτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заснавальнік, Оперная, Стваральнік, Заснавальніка

ιδρυτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asutaja, valaja, rajaja, looja, kaasasutaja, alusepanija

ιδρυτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnivački, osnivača, osnivač, utemeljitelja, utemeljitelj, osnivačica

ιδρυτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stofnandi, sökkva, stofnanda, Founder, stofnaði

ιδρυτής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fundator, creator

ιδρυτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įkūrėjas, atsakingas asmuo, steigėjas, steigėja, įkūrėjų

ιδρυτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dibinātājs, dibinātāja, dibinātājam, dibinātājiem, dibinātāju

ιδρυτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
основачот, основач, основачот на, основоположник, основач на

ιδρυτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fondator, fondatorul, fondatorului, fondatoare, fondatoarea

ιδρυτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustanovitelj, ustanoviteljica, ustanovitelja, utemeljitelj

ιδρυτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zakladateľ, zakladatel

Στατιστικά δημοτικότητας: ιδρυτής

Τυχαίες λέξεις