Общение στα ελληνικά
Μετάφραση: общение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- общ στα ελληνικά - αμοιβαίος, συνηθισμένος, κοινός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, ...
- общежитие στα ελληνικά - ξενώνας, άσυλο, ξενών, ξενώνα, ξενώνα φιλοξενίας, ασύλων
- общественост στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
- общество στα ελληνικά - σχέση, κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, κοινωνία της
Τυχαίες λέξεις
Общение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία
Μεταφράσεις: συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία