Λέξη: πρόσφυγας

Σχετικές λέξεις: πρόσφυγας

πρόσφυγας εκ μητρογονίας, πρόσφυγας στίχοι, πρόσφυγασ ή μετανάστησ, πρόσφυγασ ετυμολογία, πρόσφυγας wikipedia, πρόσφυγας ορισμός, πρόσφυγασ active member, πρόσφυγας ποίημα, πρόσφυγας στον τόπο μου, πρόσφυγασ κλέφτικο

Συνώνυμα: πρόσφυγας

απόδημος, πρόσφυξ

Μεταφράσεις: πρόσφυγας

πρόσφυγας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refugee, a refugee, refugee in, refugee status, a refugee in

πρόσφυγας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
refugiado, refugiados, de refugiados, de refugiado, los refugiados

πρόσφυγας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aussiedler, flüchtling, Flüchtling, Flüchtlings, Flüchtlinge, der Flüchtlings, Flüchtlingen

πρόσφυγας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déserteur, réfugié, fuyard, fugitif, émigré, réfugiés, asile, réfugiée, les réfugiés

πρόσφυγας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
profugo, rifugiato, rifugiati, di rifugiato, profughi, dei rifugiati

πρόσφυγας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refugiados, refugiado, de refugiado, de refugiados, dos refugiados

πρόσφυγας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitgewekene, vluchteling, vluchtelingenstatus, vluchtelingen, de vluchtelingenstatus, vluchtelingenkamp

πρόσφυγας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беженка, беглец, эмигрант, беженец, беженцев, беженца, беженцем, беженцам

πρόσφυγας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flyktning, flyktninge, flyktninger, flyktn

πρόσφυγας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flykting, flyktingar, av flykting, flyktingstatus

πρόσφυγας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakolainen, pakolaisten, pakolaisaseman, pakolaisen, pakolaiseksi

πρόσφυγας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flygtning, flygtninge, flygtningestatus, af flygtninge, flygtninges

πρόσφυγας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utečenec, emigrant, uprchlík, uprchlíka, uprchlíků, uprchlíkem, uprchlického

πρόσφυγας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbieg, uciekinier, uchodźca, uchodźcy, uchodźców, uchodźcą

πρόσφυγας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
menekült, menekültek, menekültstátusz, menekültügyi, menekültként

πρόσφυγας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mülteci, mültecilerin, sığınmacı, bir mülteci

πρόσφυγας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притулок, біженець, біженця

πρόσφυγας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
refugjat, refugjatit, të refugjatëve, e refugjatëve, refugjate

πρόσφυγας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бежанец, на бежанец, бежанците, на бежанците, бежанци

πρόσφυγας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бежанец, ўцякач, уцякач, уцекач, уцякач Беразоўскі

πρόσφυγας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pagulane, põgenik, pagulaste, pagulasseisundi, pagulase, pagulasena

πρόσφυγας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bjegunac, izbjeglica, izbjeglice, izbjeglički, za izbjeglice, izbjegličkog

πρόσφυγας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flóttamaður, flóttamanna, flóttamenn, flóttamannahljómsveit er, flóttamann

πρόσφυγας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabėgėlis, pabėgėlių, pabėgėlio, pabėgėliu, pabėgėliams

πρόσφυγας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bēglis, bēgļu, bēgļa, bēgli, bēglim

πρόσφυγας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бегалци, бегалец, бегалски, бегалците, бегалските

πρόσφυγας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
refugiat, de refugiat, refugiaților, refugiați, de refugiați

πρόσφυγας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
emigrant, begunec, begunca, beguncev, begunce

πρόσφυγας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
emigrant, utečenec, utečenca, utečencovi
Τυχαίες λέξεις