Озон στα ελληνικά
Μετάφραση: озон, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όζον, όζοντος, του όζοντος, το όζον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- озадачилата στα ελληνικά - αμηχανία, προβλημάτισε, μπερδεμένος, προβληματισμένος, προβληματισμένοι
- означаха στα ελληνικά - σημαίνω, Ενδείξεις, ενδείξεων, ενδείξεις που, Οι ενδείξεις, Θεραπευτικές ενδείξεις
- окади στα ελληνικά - σπαταλώ, θρυμματίζω, Οκάντα, Okada, τους Okada, ο Okada, Okada και
- окаменелия στα ελληνικά - απολίθωμα, απολιθωμένο, απολιθωμένα, απολιθωμένου, απολιθωμένων, απολιθωμένους
Τυχαίες λέξεις
Озон στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όζον, όζοντος, του όζοντος, το όζον
Μεταφράσεις: όζον, όζοντος, του όζοντος, το όζον