Λέξη: διάφοροι

Σχετικές λέξεις: διάφοροι

διάφοροι λογαριασμοί πληροφοριών χρεωστικοί, διάφοροι πολιτικοί τον παρακολουθούν μέσω του dna του και με ραδιοκύματα, διάφοροι διαφορετικοί φίλοι, διάφοροι ήχοι, διάφοροι κώδικες, διάφοροι μύθοι, διάφοροι διαγωνισμοί, διάφοροι χοροί, διάφοροι γρίφοι, διάφοροι κόμποι

Συνώνυμα: διάφοροι

μερικοί

Μεταφράσεις: διάφοροι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sundry, several, various, different, number, a number
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
varios, varias, algunos, de varios, muchos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allerlei, verschiedene, mehrere, einige, mehreren, mehr
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
différent, varié, distinct, plusieurs, divers, de plusieurs, quelques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alcuni, parecchi, alcune, parecchie, vari
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vários, diversos, várias, diversas, alguns
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verscheidene, verschillende, meerdere, diverse, aantal
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разный, различный, несколько, нескольких, некоторые, несколькими, некоторых
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diverse, flere, rekke, en rekke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diverse, flera, flertal, ett flertal
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sekalaiset, usea, monta, sälä, moninainen, useat, useita, useiden, useissa, usean
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flere, adskillige, række, en række, mange
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
několikerý, rozmanitý, různý, rozličný, několik, několika, více, některé, pár
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozmaity, różny, kilka, kilku, jednocześnie kilka, wielu, kilkoma
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
számos, több, néhány, különböző, sok
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birkaç, birçok, çeşitli, çok sayıda, pek çok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кілька, наскільки, декілька, дещо, трохи
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
disa, disa të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
няколко, някои, редица, на няколко, неколцина
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
некалькі, крыху
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erinev, mitmesugused, mitu, mitmeid, mitme, mitut, mitmed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
različit, raznovrstan, više, nekoliko, je nekoliko, i nekoliko
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nokkrir, nokkrum, nokkur, nokkrar, fleiri
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keletas, keli, kelios, keletą, kelių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vairāki, vairākas, vairākus, vairākiem, vairāku
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повеќе, неколку, на неколку, неколкуте
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
câteva, mai multe, multe, mai multor, multor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
več, nekaj, je več, već, večkrat
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozmanitý, niekoľko, viacero, viaceré, niekoľkých, viac
Τυχαίες λέξεις