Λέξη: διάταγμα
Σχετικές λέξεις: διάταγμα
διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα παυλόπουλου» π δ 164/04, διάταγμα της νάντης, διάταγμα παυλόπουλου, διάταγμα μεδιολάνων, διάταγμα κεντρικής τράπεζας της κύπρου, προεδρικό διάταγμα
Συνώνυμα: διάταγμα
εξουσιοδότηση, χρυσόβουλλο, ψήφισμα, απάντηση
Μεταφράσεις: διάταγμα
διάταγμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decree, edict, Order, Decree No, Ordinance
διάταγμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
edicto, decretar, ordenanza, decreto, el Decreto, decreto de, decreto que
διάταγμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dekret, verfügung, verordnen, verordnung, Dekret, Verordnung, Erlass, Dekrets, Erlasses
διάταγμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
statuer, décréter, décision, résoudre, ordonner, ordonnance, résolution, parti, arrêté, détermination, décider, jugement, décerner, édicter, propos, délibération, décret, le décret, de décret, décret de
διάταγμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decretare, decreto, D.Lgs, decreto di, di decreto, D.
διάταγμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decrescer, decretos, diminuição, decretar, decreto, o Decreto, decreto de, de decreto
διάταγμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verordenen, decreet, decreteren, beschikking, besluit, decreto, bevel
διάταγμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предписать, декрет, приказывать, распоряжение, решение, декретировать, приказать, предписывать, указ, предписание, постановлять, приказ, постановление, постановить, указом, указа
διάταγμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dekret, forordne, resolusjon, dekretet, forordning, befaling
διάταγμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förordning, dekret, påbud, dekretet, förordningen
διάταγμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säätää, säädös, määrätä, päätös, asetus, määräys, tuomioistuinratkaisu, asetuksella, asetuksen, asetuksessa, asetusta
διάταγμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forordning, dekret, kendelse, dekretet, bekendtgørelse, anordning
διάταγμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výnos, rozhodnutí, rozhodnout, nařízení, nařídit, předpis, usnesení, dekret, vyhláška, dekretu, nařízení s mocí
διάταγμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dekretowanie, zarządzać, wyrok, uchwalać, postanowienie, dekretować, rozporządzenie, rozporządzać, dekret, postanawiać, zarządzenie, dekretu, Rozporządzenie
διάταγμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendelet, dekrétum, rendeletet, rendeletben, rendelettel, rendelete
διάταγμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emretmek, karar, kararname, kararı, kararnamesi, kararnamenin
διάταγμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наказати, розпорядження, ухвала, указ, декрет
διάταγμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dekret, dekreti, dekretin, dekreti i, urdhër
διάταγμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
декрет, постановление, указ, ПМС
διάταγμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
указ, ўказ, указ №, загад, ўказ нумар
διάταγμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dekreet, dekreedi, dekreediga, määrus, dekreedis
διάταγμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proglas, ukaz, dekret, isprava, uredba, nalog, Uredba, dekretom, odredba, odluka
διάταγμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skipun, úrskurður, tilskipun, úrskurði, úrskurð
διάταγμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
decretum, consultum
διάταγμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
potvarkis, įsakas, dekretas, dekreto, dekretu, dekretą, nutarimas
διάταγμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spriedums, dekrēts, dekrētu, dekrēta, rīkojums, lēmums
διάταγμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
декрет, декретот, указ, Уредба, декрет со
διάταγμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decret, decretul, decretului, hotărâre
διάταγμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dekret, odlok, odloka, uredba, odredba
διάταγμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodnutí, výnos, výnosy, návratnosť, príjem, výnosu
Στατιστικά δημοτικότητας: διάταγμα
Τυχαίες λέξεις