Олово στα ελληνικά
Μετάφραση: олово, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Μεταφράσεις
- олицетворение στα ελληνικά - ενσάρκωση, προσωποποίηση, προσωποποίησης, προσωποποιημένη, η προσωποποίηση, προσωποποιήσεις
- олицетворяха στα ελληνικά - ενσωματώνω, ενσαρκώνω, συσσωματώνω, εκφράζω, εξατομίκευση, προσαρμόσετε, προσωποποιήσει, ...
- олтар στα ελληνικά - βωμός, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
- омлет στα ελληνικά - ομελέτα, ομελέτες, ομελέτας, ομελέτα με
Τυχαίες λέξεις
Олово στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Μεταφράσεις: λουρί, μόλυβδος, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί