Λέξη: σταθμός

Σχετικές λέξεις: σταθμός

σταθμός λιοσίων, σταθμός εμπορευματοκιβωτίων πειραιά (σεπ α.ε.), σταθμός λιοσίων χάρτης, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός της εκκλησίας της ελλάδος, σταθμός συντάγματος, σταθμός λαρίσης, σταθμός εκκλησίας, σταθμός της μάσας, σταθμός τρένων θεσσαλονίκη, παιδικός σταθμός, ραδιοφωνικός σταθμός, βρεφονηπιακός σταθμός, μετεωρολογικός σταθμός, σταθμός της εκκλησίας

Συνώνυμα: σταθμός

θέση, κολόνα, στύλος, ταχυδρομείο, πόστο, αποθήκη εφοδίων

Μεταφράσεις: σταθμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
station, post, station is, plant, stop
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cargo, función, oficio, correo, estación, estación de, la estación, la estación de, emisora
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stelle, posten, stationieren, station, haftung, bahnhof, Station, Bahnhof, Sender
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rang, position, place, situation, emploi, état, station, point, gare, poste, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stazione, posto, posta, ferroviaria, stazione di, stazione della, station
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
posto, estação, indicação, emprego, lugar, correio, ofício, estações, cargo, estação de, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baan, stationeren, ambt, station, halte, werkkring, wachtpost, stationsgebouw, plaatsen, statie, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
участок, должность, состояние, остановка, вокзал, место, станция, стоянка, бензоколонка, универсал, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
post, stilling, stasjon, stasjonen, station
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
station, post, stationen, banestation
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rautatieasema, posti, steissi, paikka, asema, pysäkki, sijoittaa, virka, asemalta, station, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
post, station, stationen, banegården
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
místo, stanoviště, nádraží, strážnice, zastávka, stanice, stanici, stanic
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
położenie, posterunek, baza, urząd, stacja, usadzić, radiostacja, rewir, stan, komisariat, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pályaudvar, megállóhely, megálló, állomáshely, állomás, Station, állomáson, a pályaudvar, állomást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istasyon, memuriyet, istasyonu, Station, istasyonuna
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вокзал, дільниця, відділок, пост, стоянка, станція
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stacion, stacioni, stacioni i, stacionin, stacionin e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
станция, гара, спирка, станцията
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вакзал, пошта, плошта, станцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jaam, Station, jaama, jaamas, peatus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kolodvora, stanica, mjesto, postaja, stanice, kolodvor, postaju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stöð, stöðin, Station, stöðvarinnar, stöðina
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
constituo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
punktas, stotis, postas, stoties, station, stotelė, stotį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bāze, stacija, postenis, stacijas, staciju, stacijā, station
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
станицата, станица, место, станици, пумпа
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
post, stație, stație de, gară, de gară
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postaja, nádraží, postaje, station, postajo, postaji
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stanice, postavení, nádraží, stanica, stanice je, zastávky

Στατιστικά δημοτικότητας: σταθμός

Τυχαίες λέξεις