Орден στα ελληνικά

Μετάφραση: орден, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγελία, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Орден στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • организация στα ελληνικά - διευθέτηση, διακανονισμός, σύστημα, τακτοποίηση, ετοιμασία, οργάνωση, οργανισμός, ...
  • органист στα ελληνικά - οργανίστας, οργανοπαίκτης, οργανίστα, οργανοπαίκτη, το οργανοπαίκτης
  • ордер στα ελληνικά - ένταλμα, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
  • ореол στα ελληνικά - φωτοστέφανο, αλογόνο, αλογονο, αλο, αλογόνου
Τυχαίες λέξεις
Орден στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγελία, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό