Λέξη: διακοσμώ
Σχετικές λέξεις: διακοσμώ
διακοσμώ το μπαλκόνι, διακοσμώ βάζα, διακοσμώ το σπίτι μου, διακοσμώ περιοδικό, διακοσμώ με απλά υλικά, διακοσμώ το σπιτικό μου, διακοσμώ συνώνυμο, διακοσμώ τον κήπο μου
Συνώνυμα: διακοσμώ
στολίζω, διαφημίζω, εξυμώω, κοσμώ, χρωματίζω, παρασημοφορώ
Μεταφράσεις: διακοσμώ
διακοσμώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decorate, spangle, garnish, blazon, illuminated
διακοσμώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adornar, condecorar, decorar, ataviar, ornar, lentejuela, la lentejuela, spangle, floreado, de lentejuela
διακοσμώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschönern, dekorieren, ausschmücken, schmücken, Paillette, spangle, Zinkblume, Flitter
διακοσμώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décorez, enjoliver, chamarrer, peinturer, décorons, décorer, maquiller, peindre, décorent, farder, orner, agrémenter, embellir, parer, paillette, paillettes, fleurage, spangle, paillets
διακοσμώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adornare, decorare, guarnire, fregiare, lustrino, spangle, il lustrino, del lustrino, stellatura
διακοσμώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adornar, enfeitar, ornamentar, decore, condecorar, ornar, decorar, descongestionar, aformosear, lentejoula, spangle, lantejoula, da lantejoula, a lantejoula
διακοσμώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tooien, uitdossen, decoreren, versieren, opsieren, lovertje, spangle, lovertjes, met lovertjes versieren
διακοσμώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разукрасить, отделывать, приукрашивать, декорировать, прикрасить, принаряжать, приукрасить, украсить, украшать, изукрасить, разукрашивать, стеклярус, блесток, блесточка, блесточки, блестка
διακοσμώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dekorere, smykke, spangle, glitring
διακοσμώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dekorera, pryda, smycka, paljett, Spangle, glitter, spanglen, anta spangle
διακοσμώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
somistaa, koristaa, koristella, paljetti, pinnoitteeksi, spangle, raekuvion
διακοσμώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smykke, paillet
διακοσμώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyznamenat, malovat, ozdobit, vyzdobit, okrášlit, krášlit, dekorovat, vymalovat, cetka, flitr, posázet cetkami, pajetka
διακοσμώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
malować, przyozdobić, udekorować, dekorować, odnowić, ozdobić, ozdabiać, krasić, odnawiać, blaszka, błyskotka, spangle
διακοσμώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
flitter, flitteres, flitterez, cinkvirágvirággal készül, cinkvirágvirággal
διακοσμώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süslemek, pul, Spangle, payet, pullarla süslemek, pullamak
διακοσμώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обробляти, орденами, прикрашати, декорувати, стеклярус
διακοσμώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbukuroj, xhingël, stolis me xhingla
διακοσμώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
украсата, лотура, пайета, дребна лъскава частичка, дребен лъскав предмет, обсипвам с лъскави предмети
διακοσμώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шклярусам
διακοσμώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dekoreerima, ehtima, litter, spangle, Kaunistab paljetein, Palett
διακοσμώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nakititi, kititi, okititi, iskititi, dekorirati, šljokica, blistava kapljica, ukrasiti šljokicama
διακοσμώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Spangle
διακοσμώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pingo, orno
διακοσμώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blizgučiai, blizgutis, puošti blizgučiai, blizgalas, blizgėti
διακοσμώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vizulis, vizuļot
διακοσμώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
spangle
διακοσμώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împodobi, fluturaș, Spangle, lamelelor, foiță de metal, lamelelor mici
διακοσμώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Šljokica
διακοσμώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ozdobiť, čačky, bauble, Trinket