Отворени στα ελληνικά
Μετάφραση: отворени, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανερός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- отворен στα ελληνικά - ανοίγω, φανερός, ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ...
- отворена στα ελληνικά - εγκαινιάζω, φανερός, ανοικτός, ανοίγω, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ...
- отворено στα ελληνικά - ανοίγω, εγκαινιάζω, φανερός, ανοικτός, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ...
- отвращение στα ελληνικά - αποστροφή, αηδία, απέχθεια, φρίκη, σίχαμα, αηδιάζουν, αηδιάσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Отворени στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανερός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Μεταφράσεις: φανερός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοίγω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό