Λέξη: σκοτσέζος
Μεταφράσεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scotch, Scottish, Scot, Scotsman, a Scot, a Scottish
σκοτσέζος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escocés, escocesa, Scottish, de Escocia, escoceses
σκοτσέζος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchkreuzen, schottisch, Scottish, schottischen, schottische, schottischer
σκοτσέζος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couper, écossais, déjouer, écossaise, Ecosse, d'écossais, Ecossais
σκοτσέζος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scozzese, Scottish, scozzesi, Scozia
σκοτσέζος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escocesa, escocês, scottish, do scottish, escoceses
σκοτσέζος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
Schots, Schotse, Scottish, de Schotse, Schotland
σκοτσέζος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
калечить, надрез, тормозить, ранить, обезвреживать, шотландка, сдерживать, подавлять, черта, шотландский, Шотландская, Scottish, шотландского, шотландской
σκοτσέζος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skotsk, Scottish, skotske, Det skotske
σκοτσέζος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skotsk, Scottish, skotska, höglands, Skotskt
σκοτσέζος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, skotlantilainen, Skotlannin, scottish, skotlantilain, skotlanninterrieri
σκοτσέζος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skotsk, Scottish, skotske, Det skotske
σκοτσέζος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmařit, zastavit, skotský, skotská, scottish, skotské, skotského
σκοτσέζος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nacięcie, nacinać, udaremniać, szkocki, Szkocka, szkockie, szkockiego, scottish
σκοτσέζος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támasztóék, skóciai, rovátka, fékpofa, bevágás, féktuskó, skót, scottish, skótzuhany, a skót
σκοτσέζος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
İskoçyalı, İskoç, Scottish, İskoçya, bir İskoç
σκοτσέζος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шотландці, нівечити, калічити, риса, шотландський, шотландська, Шотландский, шотландського
σκοτσέζος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skocez, Scottish, skoceze, skocezë
σκοτσέζος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шотландски, шотландския, Scottish, Шотландската, шотландското
σκοτσέζος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шатландскі, Шатляндзкі, Шатландская, шатландскае
σκοτσέζος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugikiil, Šoti, Scottish, Šotimaa, shoti
σκοτσέζος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rez, raniti, klin, urez, biljeg, škotski, Scottish, škotske, škotskog, Škotsko
σκοτσέζος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Scottish, skosk, Skoska, skoskur, skoskan
σκοτσέζος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Škotijos, scottish, škotų, Škotijoje
σκοτσέζος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skotu, Skotijas, scottish
σκοτσέζος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шкотскиот, шкотски, Шкотската, шкотските, во Шкотска
σκοτσέζος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scoțian, Scottish, scotian, scoțiană, din Scoția
σκοτσέζος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastavit, škotska, Scottish, škotski, Škotsko, škotske
σκοτσέζος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
škótsky, Scottish, škótskeho, skotsky, Skotský
Τυχαίες λέξεις