Λέξη: διαπλοκή

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή σημασια, διαπλοκή αγγλικά, διαπλοκή λεξικό, κβαντική διαπλοκή, διαπλοκή του γεγονότος με το σχόλιο στην είδηση

Μεταφράσεις: διαπλοκή

διαπλοκή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intervention, interweaving, intersection, intertwining, interrelation, interlacing

διαπλοκή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entrelazamiento, entretejido, imbricación, entretejer, entrecruzamiento

διαπλοκή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingriff, intervention, einmischung, eingreifen, Verflechtung, Verweben, Verwebung, Verschränkung, Verflechtungen

διαπλοκή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anticipation, intervention, ingérence, entrelacement, imbrication, enchevêtrement, entrecroisement, tissage

διαπλοκή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intervento, intreccio, intrecciarsi, intrecci, intreccio tra, dall'intreccio

διαπλοκή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ingerência, entrelaçamento, entrelaçado, entrecruzamento, entrelaçar, interweaving

διαπλοκή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inmenging, verweving, verwevenheid, vervlechting, verweven, vlechtwerk

διαπλοκή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посредничество, вмешательство, интервент, интервенция, переплетение, сплетение, переплетения, переплетении, переплетением

διαπλοκή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intervensjon, flettede, sammenflettede, veving, sammenveving, interweaving

διαπλοκή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanvävning, vävningen, sammanflätning, vävnings, vävning

διαπλοκή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väliintulo, puuttuminen, asioihin sekaantuminen, yhteenpunotuista, yhteenpunonta, interweaving, yhteenpunotusta, yhdistäen

διαπλοκή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sammenvævning, sammenvævningen, sammenfletning, sammenblandingen, sammenblandet

διαπλοκή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásah, zákrok, zakročení, prolínání, proplétání, interweaving

διαπλοκή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
interwencjonizm, ingerencja, wkroczenie, interwencja, przeplatający się, przeplatanie, przeplatanie się, splecenie, przeplata

διαπλοκή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beavatkozás, összefonódó, összefonódása, egymásba fonódó, fonódó, összefonódására

διαπλοκή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birbirinin içine girme, iç içe, iç içe geçmiþ, iç içe birbirine, içe birbirine

διαπλοκή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втрутитися, переплетення, переплетіння, сплетіння

διαπλοκή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gërshetim, ndërthurje, ndërthurja, gershetim

διαπλοκή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преплитане, преплитането, взаимопроникване, от преплитането

διαπλοκή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перапляценне, пераплятанне, ў перапляценне, перапляценьня, перапляталіся

διαπλοκή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sekkumine, interventsioon, sidudes, põimuvad, turbevõimete põimumist täieulatuslikus, läbipõimumine, ristuvatest

διαπλοκή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miješanje, intervencija, ispreplitanje, prepletanje, preplitanje, isprepliće, međusobno preplitanje

διαπλοκή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
interweaving

διαπλοκή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susipynę, Przeplatający, supina

διαπλοκή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sasaistot, Interweaving, Sasaistes

διαπλοκή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
испреплетување, испреплетувањето, испреплетеност, преплетувањето, преплетување

διαπλοκή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întrepătrundere, impletire, împletirea, interțesere, împletire

διαπλοκή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepletanje, preplet, prepletajo, prepletenost, prepletanjem

διαπλοκή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zákrok, prelínanie, prelínania, prelínaniu, prelínaní, prenikanie
Τυχαίες λέξεις