Помещение στα ελληνικά
Μετάφραση: помещение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλυμα, στέγαση, μέρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
Μεταφράσεις
- помагам στα ελληνικά - επικουρία, αρωγή, βοήθημα, βοήθεια, βοηθός, βοηθώ, βοηθήσει, ...
- помада στα ελληνικά - αλοιφή, αλοιφής, αλοιφή που, αλοιφών, αλοιφές
- помигат στα ελληνικά - βοηθώ, pomigat
- помощник στα ελληνικά - βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Τυχαίες λέξεις
Помещение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλυμα, στέγαση, μέρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
Μεταφράσεις: κατάλυμα, στέγαση, μέρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια