Λέξη: εικαστικός
Σχετικές λέξεις: εικαστικός
εικαστικός διαγωνισμός 2014, εικαστικός translation, εικαστικός όμιλος καρδίτσας, εικαστικός καλλιτέχνης, εικαστικός κύκλος, εικαστικός διαγωνισμός 2013, εικαστικός ετυμολογία, εικαστικός κύκλος - νέος χώρος, εικαστικός σύλλογος βόλου, εικαστικός κόσμος
Συνώνυμα: εικαστικός
υποθετικός, συμπερασματικός
Μεταφράσεις: εικαστικός
εικαστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conjectural, speculative, artist, visual, visual artist, an artist
εικαστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulativo, conjetural, conjetura, conjeturas, conjeturales, una conjetura
εικαστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
risikoreich, mutmaßlich, riskant, neugierig, Vermutungen, mutmaßlichen, conjectural, mutmaßliche
εικαστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
théorique, hypothétique, scrutateur, spéculatif, curieux, interrogateur, conjectural, conjecturale, conjecturales, conjecture
εικαστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
congetturale, congetturali, congettura, congetture, ipotetica
εικαστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curioso, conjetural, conjectural, conjuntural, conjecturais, conjunturais
εικαστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weetgierig, benieuwd, nieuwsgierig, conjecturaal, conjectural, conjecturale, speculatief, vermoedelijk
εικαστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
склонный, гипотетический, предрасположенный, предположительный, гипотетичный, спекулятивный, умозрительный, гадательный, рискованный, теоретический, предположительным, предположительной, предположительные
εικαστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
conjectural, antatte
εικαστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hypotetiska, conjectural, ovisst, hypotetisk, gissningar
εικαστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
spekulatiivinen, oletettu, otaksuttu, arvailuihin, conjectural, pelkkä otaksuma, perustuu arvailuihin
εικαστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hypotetisk, baseret på formodninger, hypotetiske, gisninger, gisning
εικαστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkoumavý, hypotetický, hloubavý, spekulativní, pátravý, spekulační, teoretický, bádavý, konjekturální, domněnkách, hypotetická, dohadů, na domněnkách
εικαστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
badawczy, przypuszczalny, spekulatywny, prawdopodobny, spekulacyjny, teoretyczny, domyślny, hipotetyczne, conjectural, hipotetyczny
εικαστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sejtett, spekulációs, spekulatív, feltevésen alapuló, feltételezésen alapuló, feltevéseken alapulnak, feltételes, feltevés
εικαστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meraklı, tahmini, konjonktürel, konjonktür, konjonktürel bir
εικαστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ризиковий, спекулятивний, умоглядний, схильний, ризикований, можливий, гаданий, передбачуваний, гіпотетичний, ймовірний
εικαστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hipotetik, supozuar, hipotetike, e supozuar, hamendshëm
εικαστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предполагаем, предположение, предполагаемо, почиващ на предположение
εικαστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
меркаваны, прыблізны
εικαστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spekulatiivne, oletuslik, oletuslikud, hüpoteetiline, evolutsioonist, oletuslikke
εικαστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vjerojatan, sumnjiv, problematičan, vjerojatnim, zasnovan na pretpostavci, predpostavlja
εικαστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
conjectural
εικαστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tariama, hipotetinis, hipotetiniai, spekuliatyvūs, tik tariama
εικαστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziņkārīgs, zinātkārs, varbūtējs, pieņēmums
εικαστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
conjectural
εικαστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curios, ipotetic, conjunctural, conjuncturale, conjuncturală, conjuncturala
εικαστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spekulativní, špekulativna, Navidezen, domneven, hipotetična, priori domneva
εικαστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hypotetický, špekulatívni, konjekturální