Потеря στα ελληνικά
Μετάφραση: потеря, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήττα, απώλεια, χαμός, χάσιμο, απόσπασμα χωροφυλακής, Posse, Posse ζωντανά, Posse σας
Μεταφράσεις
- потенциометър στα ελληνικά - ποτενσιόμετρο, ποτενσιόμετρου, το ποτενσιόμετρο, ποτενσιομέτρου, του ποτενσιόμετρου
- потенция στα ελληνικά - δραστικότητα, ισχύ, ισχύος, ισχύς, δραστικότητας
- поток στα ελληνικά - ροή, ροής, ρέει, ρέουν, ρεύσει
- потомство στα ελληνικά - απόγονος, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
Τυχαίες λέξεις
Потеря στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήττα, απώλεια, χαμός, χάσιμο, απόσπασμα χωροφυλακής, Posse, Posse ζωντανά, Posse σας
Μεταφράσεις: ήττα, απώλεια, χαμός, χάσιμο, απόσπασμα χωροφυλακής, Posse, Posse ζωντανά, Posse σας