Λέξη: πιστωτής

Σχετικές λέξεις: πιστωτής

ομαδικόσ πιστωτήσ, πιστωτής συνώνυμο, ενέγγυος πιστωτής, πτωχευτικόσ πιστωτήσ

Συνώνυμα: πιστωτής

δανειστής

Μεταφράσεις: πιστωτής

πιστωτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
creditor, creditor is, a creditor, creditor shall, lender

πιστωτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acreedor, acreedores, prestamista, los acreedores, acreedora

πιστωτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gläubiger, kreditor, gläubigerin, Gläubiger, Kreditgeber, Gläubigers

πιστωτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
créditeur, croyant, créancier, créanciers, prêteur, créancière

πιστωτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creditore, creditori, del creditore, creditrice

πιστωτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
credor, mutuante, credores, credora, do credor

πιστωτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuldeiser, crediteur, kredietgever, schuldeisers, crediteuren

πιστωτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кредитор, заимодавец, кредитором, кредитора, кредитору, кредиторов

πιστωτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kreditor, kreditors, kreditoren, utlåner

πιστωτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borgenär, borgenären, kreditgivaren, fordringsägare, fordrings

πιστωτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
velkoja, saamamies, luotonantaja, velkojan, luotonantajan, velkojalle

πιστωτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kreditor, kreditgiveren, kreditors, kreditgiver, bidragsberettigede

πιστωτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
věřitel, věřitele, věřitelem, věřiteli

πιστωτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kredytodawca, wierzyciel, wierzyciela, wierzycielem, wierzycielowi

πιστωτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hitelező, hitelezőnek, hitelezı, hitelezőt, hitelezők

πιστωτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alacaklı, alacaklının, krediyi, kreditör, kredi veren

πιστωτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кредитор

πιστωτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kreditor, kreditori, kreditorit, kreditori i, kreditori të

πιστωτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кредитор, кредитора, кредитори, кредиторът

πιστωτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэдытор, крэдытора, крэдыторам

πιστωτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kreeditor, võlausaldaja, krediidiandja, võlausaldajal, võlausaldajale, kreeditori

πιστωτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kreditor, povjeritelj, vjerovnik, povjerilac, zajmodavac, vjerovnika

πιστωτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lánardrottinn, kröfuhafi, kröfuhafa, lánveitandi, kröfuhafi er

πιστωτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kreditorius, kreditoriaus, kreditoriui, kreditorių

πιστωτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kreditors, kreditoram, kreditora, kreditoru

πιστωτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доверителот, доверител, кредиторот, кредитор, давателот

πιστωτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
creditor, creditorului, creditoare, creditorul, de creditor

πιστωτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upnik, upnika, kredita, dajalec kredita

πιστωτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veriteľ, veriteľa
Τυχαίες λέξεις