Λέξη: κάψουλα

Σχετικές λέξεις: κάψουλα

κάψουλα προβιοτικών, κάψουλα βιταμίνης ε, κάψουλα λεπτού εντέρου, κάψουλα μαστίχας, κάψουλα άνθρακα, κάψουλα nespresso, κάψουλα fish oil, κάψουλα κυανίου, κάψουλα ese, κάψουλα nespresso επαναγεμιζόμενη

Συνώνυμα: κάψουλα

καπάκι, κάλυμμα, πώμα, τάπα, καπέλο, περικάρπιο

Μεταφράσεις: κάψουλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capsule, cap, the capsule, capsule is, a capsule
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cápsula, cápsula de, la cápsula, cápsulas, de cápsula
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kapsel, Kapsel, Kapseln
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capsule, gélule, capsules, la capsule, capsule de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capsula, capsule, capsula di, della capsula, la capsula
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cápsula, c�sula, cápsula de, cápsulas, da cápsula
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
capsule, kapseltje, doosvrucht, capsules, kapsel, capsule van, de capsule
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оболочка, облатка, капсула, тигель, капсюль, мембрана, капсулы, капсулу, капсул, капсуле
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapsel, kapselen, kapsler
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapsel, kapseln, kapslar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kotelo, kota, kapseli, kuori, lyhennelmä, kapselin, kapseliin, kapselia, kapselissa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapsel, kapslen, kapsler
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tobolka, kapsle, tobolky, kapslí, kapsli
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapsuła, kapsułka, torebka, kapsułki, kapsułkę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapszula, kapszulát, kapszulánként, kapszulába, kapszulában
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapsül, kapsülü, kapsülün, capsule
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капсуля, тигель, мембрана, капсула, оболонка, капсулу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapsulë, capsule, kapsula, kapsule, kapsulë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капсула, капсулата, капсули, на капсули
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капсула
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kapsel, kupar, kapsli, kapslit, kapslis, kapslisse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čahura, kapsula, kapsule, kapsulu, kapsuli
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hylki, hylkið, hylkja
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapsulė, kapsulėje, kapsulės, kapsulę, kapsulių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kapsula, kapsulas, kapsulu, kapsulā, kapsulai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капсулата, капсула, капсули
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capsulă, capsule, capsula, capsulei, capsulă de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapsula, kapsule, kapsulo, kapsul
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tobolka, kapsle, kapsule, kapsula, kapsuly

Στατιστικά δημοτικότητας: κάψουλα

Τυχαίες λέξεις