Потребление στα ελληνικά
Μετάφραση: потребление, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανάλωση, δαπάνες, φθίση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- потомство στα ελληνικά - απόγονος, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
- потоп στα ελληνικά - πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, πλημμύρες, τις πλημμύρες
- потрошиха στα ελληνικά - σπατάλη, Μεγάλη χαμένη, χαμένη, φάσης, της φάσης
- потя στα ελληνικά - έστω, ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
Τυχαίες λέξεις
Потребление στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανάλωση, δαπάνες, φθίση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις: κατανάλωση, δαπάνες, φθίση, δαπάνη, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από