Λέξη: νομολογία
Σχετικές λέξεις: νομολογία
νομολογία στε, νομολογία απ, νομολογία αρείου πάγου, νομολογία εδδα, νομολογία δεκ, νομολογία ελεγκτικού συνεδρίου 2013, νομολογία διοικητικών δικαστηρίων, νομολογία για υπερχρεωμένα νοικοκυριά, νομολογία δικαστηρίων
Συνώνυμα: νομολογία
νομική επιστήμη, νομικά, νομική
Μεταφράσεις: νομολογία
νομολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jurisprudence, case law, law, case
νομολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurisprudencia, la jurisprudencia, jurisprudencia de, la jurisprudencia de, jurisprudencia del
νομολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Rechtswissenschaft, Jurisprudenz, Rechtsprechung, Rechtswissenschaften
νομολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jurisprudence, la jurisprudence, jurisprudence de
νομολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurisprudenza, la giurisprudenza, della giurisprudenza, giurisprudenza della
νομολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurisprudência, a jurisprudência, da jurisprudência, jurisprudência do, jurisprudence
νομολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
recht, jurisprudentie, rechtspraak, de jurisprudentie, de rechtspraak, jurisprudentie van
νομολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
юриспруденция, правоведение, законовед, правовед, законоведение, юриспруденции, судебная практика, правоведения
νομολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettsvitenskap, rettspraksis, Rettslære, Jurisprudence, rettvitenskap
νομολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rättsvetenskap, rättspraxis, Rätts, Jurisprudence, juridik
νομολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juridiikka, oikeustiede, oikeuskäytännön, oikeuskäytäntö, oikeuskäytäntöä
νομολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retspraksis, retslære, retsvidenskab, jurisprudens
νομολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
právnictví, právní věda, soudnictví, právo, judikatura, jurisprudence
νομολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawoznawstwo, jurysprudencja, orzecznictwo, orzecznictwa, orzecznictwie
νομολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jogtudomány, joggyakorlat, kapcsolatos joggyakorlata, joggyakorlata, Jogtudomány Bankok
νομολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hukuk ilmi, içtihatları, içtihat, içtihadı
νομολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
юриспруденція, юриспруденция, → Юриспруденція
νομολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drejtësi, jurisprudencë, jurisprudenca, jurisprudencës, jurisprudencën, jurisprudenca e
νομολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
юриспруденция, правна наука, право, съдебната практика, съдебна практика
νομολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
юрыспрудэнцыя
νομολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juura, õigussüsteem, õigusteadus, kohtupraktika, praktika, kohtupraktikat, Õigusteadus Pangad
νομολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jurisprudencija, sudska praksa, sudovanje, pravne znanosti, pravna znanost
νομολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Lögfræði
νομολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jurisprudencija, jurisprudencijoje, jurisprudencijos, jurisprudenciją, teismų praktika
νομολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jurisprudence, tiesu prakse, tiesu praksi, jurisprudenci, tiesībzinātnes
νομολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јуриспруденција, јуриспруденцијата, судската практика, судската пракса, праксата
νομολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jurisprudență, jurisprudența, jurisprudenței, Jurisprudență De, jurisprudenta
νομολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sodna praksa, sodno prakso, sodne prakse, sodni praksi
νομολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
právna, právne, právny, právnej, právnu
Στατιστικά δημοτικότητας: νομολογία
Τυχαίες λέξεις