Λέξη: εκδοχή

Σχετικές λέξεις: εκδοχή

εκδοχή english, εκδοχή συνώνυμα, εκδοχή αγγλικά, εκδοχή ε ευθύμης, εκδοχή έψιλον, εκδοχή συνώνυμο, εκδοχή δημιουργίας, εκδοχή του οργανισμού συγκοινωνιών, εκδοχή λεξικο, εκδοχή του μπράουνινγκ

Συνώνυμα: εκδοχή

μετάφραση, έκθεση, σημασία

Μεταφράσεις: εκδοχή

εκδοχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
version, embodiment, version of, aspect, embodiment of

εκδοχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interpretación, traducción, versión, la versión, versión de, versión en, version

εκδοχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übersetzung, deutung, version, lesart, interpretation, fassung, anpassung, variation, ausdeutung, ausgabe, auslegung, interpretierung, Version, Fassung, Ausführung

εκδοχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traduction, adaptation, interprétation, version, variation, la version, une version

εκδοχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
traduzione, versione, la versione, versione di, versione del, version

εκδοχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
versão, adaptação, tradução, ajuste, verso, versão de, a versão, versão do, versão em

εκδοχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwisseling, bewerking, vertolking, uitvoering, adaptatie, modificatie, interpretatie, versie, versie van, version

εκδοχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вариант, толкование, версия, перевод, объяснение, текст, интерпретация, версии, версия для, версию

εκδοχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oversettelse, versjon, versjonen

εκδοχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
översättning, version, versionen

εκδοχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mukaelma, sovellutus, rinnakkaismuoto, sovitus, käännös, versio, version, versiota, versiossa

εκδοχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oversættelse, udgave, versionen, affattelse

εκδοχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
interpretace, verze, verzi, aplikaci, znění, verze pro

εκδοχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przekład, wersja, wersji, wersję, version, w wersji

εκδοχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
verzió, változat, képkivágást, változata, verziója

εκδοχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tercüme, çeviri, versiyon, sürümü, sürüm, versiyonu, sürümünü

εκδοχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віршування, версія, версия

εκδοχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
version, versioni, versionin, versionin e, version i

εκδοχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
версия, версията, вариант, версия за, версия на

εκδοχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
версія, на DVD

εκδοχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõlge, esitusviis, versioon, versiooni, versioonis, version, versiooniga

εκδοχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inačica, verzija, verziju, verzije, inačici

εκδοχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útgáfa, útgáfu, útgáfan, útgáfuna

εκδοχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
versija, versiją, redakcija, portalo, version

εκδοχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tulkojums, versija, versiju, versijā, versijas, valodā

εκδοχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
верзија, печатење, верзијата, верзија за, за печатење

εκδοχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
versiune, traducere, versiunea, versiune de, versiunea a, versiunii

εκδοχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
verze, različica, version, verzija, različico, različice

εκδοχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
verzia, verzie, verziu, verzii

Στατιστικά δημοτικότητας: εκδοχή

Τυχαίες λέξεις