Λέξη: εκδικούμαι
Σχετικές λέξεις: εκδικούμαι
εκδικούμαι παρατατικος, εκδικούμαι συνώνυμο
Συνώνυμα: εκδικούμαι
εκδικώ, ανταποδίδω, αμείβω, ανταμείβω
Μεταφράσεις: εκδικούμαι
εκδικούμαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
retaliate, avenge, requite, revenge, wreak vengeance
εκδικούμαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vindicar, vengar, recompensar, retribuirá, recompensar a, requite, recompensa a
εκδικούμαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rächen, vergelten, belohnen, vergilt, zu vergelten, requite
εκδικούμαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
venger, vengez, rendre, vengeons, riposter, récompenser, vengent, rétribue, rendrai, récompenserai, rétribuera
εκδικούμαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vendicare, contraccambiare, ricambiare, ripagare, compenseremo, ripaga
εκδικούμαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desforrar, vingar, recompensar, retribuir, requite, que recompensas, Recompensais
εκδικούμαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wreken, vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite
εκδικούμαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отплачивать, предъявлять, вымещать, отомстить, мстить, вознаграждать, воздаст, воздавать, воздаете
εκδικούμαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjengjelde, hevne, requite, belønne, gjengjelder, gjengjelde de
εκδικούμαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hämnas, straffar, requite, straffa, att straffa, vedergälla
εκδικούμαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kostaa, palkitsemme, kostan, palkita
εκδικούμαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn
εκδικούμαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pomstít, odplatit, oplatit, pomstím, pomstím na, odplacovati měli, odměnit
εκδικούμαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwzajemniać, pomścić, mścić, odpłacać, odpłacić się, wynagradzać, nagradzać, odwdzięczyć się
εκδικούμαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viszonoz, jutalmaz, megfizetek
εκδικούμαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
altında kalmamak, requite, cezalandırırız, cezalandıracağız, acısını çıkarmak
εκδικούμαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слуга, мстіть, винагороджувати, винагородити, нагороджувати, винагороджуватиме
εκδικούμαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërblej, të shpërblej, shpërblejmë, shpërbleni, ta shpërbleni
εκδικούμαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отплащам, въздам за, възвърне жестоко, възвърне жестоко за, възнаграждавам
εκδικούμαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узнагароджваць, ўзнагароджваць
εκδικούμαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärasoolevalu, palkitsemme
εκδικούμαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvetiti, protutužba, nagraditi, vratiti, uzvraćaš, vratiti isto, li uzvraćaš
εκδικούμαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hefna, launa
εκδικούμαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exsequor
εκδικούμαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsimokėti, atmokėti, gauti atpildą, atsilygini, atlyginsiu
εκδικούμαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atriebties, atalgot, atmaksāt
εκδικούμαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компенсирам, компенсирам за
εκδικούμαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răsplăti, rasplati, răsplătească, răsplătiți, răsplăti cu
εκδικούμαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uzvraćaš, Nagraditi
εκδικούμαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oplatiť, odplatiť, oplatit, opätovať, opätovanie
Τυχαίες λέξεις