Приспособление στα ελληνικά

Μετάφραση: приспособление, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευή, προσαρμογή, διασκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Приспособление στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • приписване στα ελληνικά - κατανομή, απόδοση, απόδοσης, ανάθεση, καταλογισμό
  • присадка στα ελληνικά - πρόσθετο, πρόσμειξη, εμβόλιο, μοσχεύματος, μόσχευμα, του μοσχεύματος, μοσχευμάτων
  • приставка στα ελληνικά - πρόθεμα, plugin, πρόγραμμα, πρόσθετο, το plugin, πρόσθετη λειτουργία
  • пристанище στα ελληνικά - φυγαδεύω, λιμάνι, αριστερός, φωλιάζω, λιμένα, θύρα, θύρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Приспособление στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευή, προσαρμογή, διασκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή