Λέξη: κούκλα

Σχετικές λέξεις: κούκλα

κούκλα σπασμένη, κούκλα μου, κούκλα ελσα, κούκλα μαρότα, κούκλα ραπτικής, κούκλα lalaloopsy, κούκλα elsa frozen, κούκλα βιτρίνας, κούκλα από πορσελάνη στίχοι, κούκλα frozen

Συνώνυμα: κούκλα

ανδρείκελο, παιδί, μαριονέτα, νευρόσπαστο

Μεταφράσεις: κούκλα

κούκλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
puppet, doll, dummy, mannequin

κούκλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marioneta, muñeca, muñeco, títere, la muñeca, muñeca de, de la muñeca

κούκλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
puppe, püppchen, marionette, Puppe, Puppen, doll

κούκλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fantoche, guignol, poupée, marionnette, gosse, bamboche, pantin, fille, doll, poupées, poupée de, la poupée

κούκλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marionetta, burattino, bambola, pupa, doll, della bambola, bambola di, bambole

κούκλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moça, cão, boneco, menina, boneca, fantoche, rapariga, garota, boneca de, doll, da boneca

κούκλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tonnetje, meid, marionet, pop, meisje, Doll, poppen, pop van, poppetje

κούκλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
голыш, матрешка, куколка, марионетка, кукла, дол, куклы, Doll, куклу, Долл

κούκλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dukke, marionett, dukken, doll

κούκλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
docka, marionett, dockan, doll

κούκλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hempukka, tyttö, nukke, naikkonen, doll, nuken, nukesta

κούκλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
marionetdukke, dukke, dukken, doll

κούκλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
loutka, panenka, panenku, panenky, panáček, doll

κούκλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kukiełka, kukła, lala, łątka, lalka, marionetka, pacynka, doll, lalki, lalkę

κούκλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bábu, baba, babát, doll, babával

κούκλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kukla, kız, orospu, bebek, Doll, oyuncak, oyuncak bebek, Bez Bebek

κούκλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
учні, вихованці, лялька, діл, зіниці, кукла

κούκλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kukulla, vajzë, kukull, Doll, kukull e, kukull të

κούκλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
момиче, марионетка, кукла, куклата, кукли, на кукла

κούκλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дачка, лялька, кукла

κούκλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nukk, hüpiknukk, marionett, nukuke, nuku, doll, MANNEKEENI, nukku

κούκλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marioneta, lutka, doll, lutaka, lutku, lutke

κούκλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dúkka, brúða, dúkku, dúkkuna, dúkkan, Doll

κούκλα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pupa

κούκλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
marionetė, lėlė, lėlytė, lėlės, doll, Lėlių

κούκλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lellīte, lelle, marionete, doll, leļļu, lelli

κούκλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
куклата, кукла

κούκλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marionetă, păpuşă, păpușă, papusa, doll, păpușă de, papusa de

κούκλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lutka, doll, punčka, punčko, lutko

κούκλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bábika, panenka, doll

Στατιστικά δημοτικότητας: κούκλα

Τυχαίες λέξεις