Λέξη: ελώδης

Σχετικές λέξεις: ελώδης

ελώδης κολίτιδα, ο ελώδης, ελώδης πυρετός

Συνώνυμα: ελώδης

βαλτώδης

Μεταφράσεις: ελώδης

ελώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marshy, swampy, fenny, boggish, malarious

ελώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pantanoso, pantanosa, pantanosas, pantanosos, marshy

ελώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sumpfig, sumpfigen, Sumpf, sumpfige, Moor

ελώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boueux, marécageux, marécageuse, marécageuses, marais, marécages

ελώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paludoso, paludosa, palustre, acquitrinosa, paludose

ελώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pantanoso, pantanosa, marshy, pantanosas, pantanosos

ελώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moerassig, drassig, moerassige, drassige, moerasachtige

ελώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болотистый, болотный, вязкий, заболоченный, топкий, болотистая, болотистой, болотистые, заболоченная

ελώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
myrlendt, våtmarks, myrlendte, myrlent, myrete

ελώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sanka, sumpiga, sank, sumpig, sumpigt

ελώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suo-, rämeinen, suoperäisille, Soistunut, marshy

ελώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sumpet, sumpede, marsk-, marsklignende, slimet

ελώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bahenní, bažinatý, bažinatá, bažinaté, bahnitá, uhličité

ελώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bagienny, bagnisty, marshy, bagniste, bagienno

ελώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mocsaras, lápos, mocsári, ingoványos, a mocsaras

ελώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sulak, bataklık, Bataklıklı, sazlık

ελώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
болота, болотистий, болотисту

ελώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kënetor, moçalor

ελώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мочурлив, блатиста, блатист, блатисто, блатистата

ελώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багністы, балоцісты, багністая

ελώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soine, soostunud, soised, soisel, soistel

ελώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
močvaran, močvarno, močvarna, močvarnom

ελώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
marshy

ελώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pelkėtas, pelkinis, pelkėta, grimzlus, jaurus

ελώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
purvains, dubļains, slīkšņains, purvaina, purvainas, purvainu

ελώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мочурлив

ελώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noroios, mlăștinos, mlăștinoasă, mlastinoasa, mlăștinoase, mlastinos

ελώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamočvirjena, močvirnato, močvirni, močvirna, močvirnata

ελώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
močaristá, bažinatý, močaristý, močiar, močiarny
Τυχαίες λέξεις