Притворство στα ελληνικά
Μετάφραση: притворство, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτήδευση, προσποίηση, εκζήτηση, υπόκριση, απόκρυψη, απόκρυψης, υποκρισία
Μεταφράσεις
- пристрастие στα ελληνικά - μεροληψία, μεροληψίας, τη μεροληψία, μονομέρεια, μεροληπτικότητα
- пристройка στα ελληνικά - παράρτημα, πτέρυγα, παρακείμενο, annexe, παραρτήματος
- приток στα ελληνικά - εισροή, εύπορος, παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής
- приучат στα ελληνικά - εγκλιματιστεί, εγκλιματιστούν, εγκλιματίζονται, εγκλιματισθούν
Τυχαίες λέξεις
Притворство στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτήδευση, προσποίηση, εκζήτηση, υπόκριση, απόκρυψη, απόκρυψης, υποκρισία
Μεταφράσεις: επιτήδευση, προσποίηση, εκζήτηση, υπόκριση, απόκρυψη, απόκρυψης, υποκρισία