Λέξη: εμβολιάζω
Συνώνυμα: εμβολιάζω
δωροδοκούμαι, εμβολιάζω δέντρο, εμβάπτω, εμποτίζω, εγκεντρίζω
Μεταφράσεις: εμβολιάζω
εμβολιάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inoculate, vaccinate, ingrain, engraft, graft
εμβολιάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inocular, vacunar, arraigar, ingrain, arraigo de, imbricar, arraigado
εμβολιάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
impfen, einimpfen, Raufaser, ingrain, Rauhfaser, verwurzeln
εμβολιάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaccinez, inoculez, vaccinons, inoculent, vaccinent, inoculer, greffer, inoculons, vacciner, ancrer, enraciner, ingrain, teint avant la filature
εμβολιάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaccinare, radicato, ingrain, radicare
εμβολιάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inovar, inocule, arraigado, ingrain, enraizar, incutir, inverossímil
εμβολιάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaccineren, enten, oculeren, inenten, ingeworteld, ingrain, van ruwe vezel, ruwe vezel wordt, ruwe vezel
εμβολιάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прививать, делать, привить, заваривать, вселить
εμβολιάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaksinere, ingrain
εμβολιάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ympa, ingrain
εμβολιάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ympätä, rokottaa, ingrain
εμβολιάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ingrain
εμβολιάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
očkovat, naočkovat, zakořenit, barvit, ingrain
εμβολιάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaszczepiać, zaszczepić, szczepić, zakorzeniony, ingrain, wyciskać piętno, trwale farbować
εμβολιάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megrögződik, ingrain, bevés, beleivódik, tudatosítása
εμβολιάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
εμβολιάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неуважний, неуважливий, заварювати
εμβολιάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngjyer, ngjyer, të ngjyer, filli të ngjyer, prej filli të ngjyer
εμβολιάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вкоренен, закоравял, пропит с, пропит, вбит в самата нишка
εμβολιάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заварваць, заварываць, запарваць
εμβολιάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaktsineerima, pookima, sünnipärane, sügavalt sisse immutama, sügavasti juurdunud
εμβολιάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kalemiti, okorio, bojen prije prerade
εμβολιάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bólusetja, ingrain
εμβολιάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai
εμβολιάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iesakņojies, krāsots dzijā
εμβολιάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пропит, вкоренен
εμβολιάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imprima, fixa, vopsit în culoare închisă, înnăscut, de ingrain
εμβολιάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Okorio, ingrain
εμβολιάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
očkovať, zakoreniť, zakoreniť sa, kampane vštepiť