Λέξη: εμβολίζω

Σχετικές λέξεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά

Μεταφράσεις: εμβολίζω

εμβολίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ram, embolized, rams

εμβολίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnero, espolón, embolizado, embolizada, embolizadas, emboliza, embolizó

εμβολίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ramme, sturmbock, rammbär, widder, schafsbock, rammen, anstoßen, sporn, embolisiert, embolisierte, embolisierten, embolisierenden, embolisiert werden

εμβολίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ram, ficher, bélier, pilon, mouton, enfoncer, planter, éperonner, embolisée, embolisé, embolisés, emboliser

εμβολίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ariete, investire, montone, embolizzate, embolizzazione, emboliz-, emboliz- zato

εμβολίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embolizou, embolização, embolizaram, embolizadas, embolizado

εμβολίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ram, geëmboliseerde, embolized, geëmboliseerd, emboliseren, geëmboliseerd onder

εμβολίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
забивать, вколачивать, протаранить, таранить, баран, утрамбовать, забить, заколачивать, трамбовать, баба, овен, вдалбливать, утрамбовывать, таран, эмболизированы, эмболизация, эмболизирована, эмболизации, эмболизацию

εμβολίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vær, embolisert, emboliseres

εμβολίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gumse, ramm, bagge, emboliseras, emboliserad

εμβολίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
törmätä, pukki, muurinsärkijä, muurinmurtaja, hajapääsymuisti, suorasaantimuisti, survin, syöstä, sohaista, ahtaa, juntta, pässi, jyrätä, iskeytyä, embolized

εμβολίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vædder, emboliseres, emboliseres under

εμβολίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zarazit, beran, hodit, embolized

εμβολίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
baran, rozbijać, nurnik, taran, bijak, taranować, tryk, wbijać, dźwig, embolized

εμβολίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kos, sajtoló, embolized

εμβολίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koç, embolize, embolizasyon, embolize olan, emboli, embo- lizasyon

εμβολίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згуртованість, емболізірованного

εμβολίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dash, embolized

εμβολίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
емболизират

εμβολίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
баран, эмболизированы

εμβολίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäär, oinas, ram, ramm, muutmälu, tampima, embolized

εμβολίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovan, embolizirati

εμβολίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrútur, embolized

εμβολίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
embolized

εμβολίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auns, embolized

εμβολίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
embolized

εμβολίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
berbec, embolized

εμβολίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kozorog, ram, embolized

εμβολίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
baran, ram, embolized
Τυχαίες λέξεις