Сила στα ελληνικά
Μετάφραση: сила, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, δύναμη, εξαναγκάζω, εξουσία, βία, ρώμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- сивота στα ελληνικά - χασμουριέμαι, χασμουρητό, γκρί, γκρίζος, γκρι, γκρίζα, γκρίζο
- сигурност στα ελληνικά - αντίκρισμα, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
- силогизми στα ελληνικά - συλλογισμός, συλλογισμούς, συλλογισμών, συλλογισμοί, των συλλογισμών
- символ στα ελληνικά - σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που
Τυχαίες λέξεις
Сила στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, δύναμη, εξαναγκάζω, εξουσία, βία, ρώμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Μεταφράσεις: κύρος, δύναμη, εξαναγκάζω, εξουσία, βία, ρώμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν