Βία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сила, насилие, насилието, с насилието, на насилието
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βία
σχολική βία, ενδοσχολική βία, βια, βία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βήχας στα βουλγαρικά - кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица
- βήχω στα βουλγαρικά - кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица
- βίαιος στα βουλγαρικά - насилствен, яростен, бурен, насилие, насилствено
- βίδα στα βουλγαρικά - винт, винтова, винтов, на винт, шнек
Τυχαίες λέξεις
Βία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сила, насилие, насилието, с насилието, на насилието
Μεταφράσεις: сила, насилие, насилието, с насилието, на насилието