Собственост στα ελληνικά

Μετάφραση: собственост, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητο, ιδιοκτησία, κτήμα, περιουσία, σπίτι, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Собственост στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • сноп στα ελληνικά - δεμάτι, δέσμη, δέσμην φύλλων, sheaf, χειρόβολο
  • сняг στα ελληνικά - χιονίζω, χιόνι, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
  • сова στα ελληνικά - κουκουβάγια, Owl, κουκουβάγιας, Γλαύκα, Νυχτοπουλι
  • сок στα ελληνικά - χυμός, ζουμί, χυμό, χυμού, χυμών, χυμούς
Τυχαίες λέξεις
Собственост στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητο, ιδιοκτησία, κτήμα, περιουσία, σπίτι, ιδιότητα, ιδιοκτησίας