Περιουσία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
собственост, имущество, съсловие, качество, свойство, имот, на имота, имота
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιουσία
περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περιουσία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- περιορισμένος στα βουλγαρικά - ограничен, ограничена, ограничено, ограничава, ограничени
- περιορισμός στα βουλγαρικά - ограничение, ограничаване, ограничения, рестрикционен, ограничаването
- περιοχή στα βουλγαρικά - район, владения, област, регион, региона
- περιπέτεια στα βουλγαρικά - приключение, Приключенски, приключения, Adventure, приключенска
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: собственост, имущество, съсловие, качество, свойство, имот, на имота, имота
Μεταφράσεις: собственост, имущество, съсловие, качество, свойство, имот, на имота, имота