Таман στα ελληνικά

Μετάφραση: таман, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομίχλη, πούσι, Ταμάν, Taman, του Ταμάν, Το Taman
Таман στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • талон στα ελληνικά - νύχι, στέλεχος, στελέχους, στέλεχος του, το στέλεχος, απόκομμα
  • там στα ελληνικά - εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
  • танк στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
  • танц στα ελληνικά - χορεύω, χορός, χορού, χορό, το χορό, του χορού
Τυχαίες λέξεις
Таман στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομίχλη, πούσι, Ταμάν, Taman, του Ταμάν, Το Taman