Λέξη: γεωργία

Σχετικές λέξεις: γεωργία

γεωργία λαβένη, γεωργία αποστόλου, γεωργία ευσταθίου, γεωργία κρητικού, γεωργία μαρτίνου, γεωργία λινάρδου, γεωργία σάλπα, γεωργία νταγάκη, γεωργία βασιλειάδου, γεωργία ζεμπιλιάδου, γεωργια

Συνώνυμα: γεωργία

καλλιέργεια, διαχείρηση, φειδώ, οικονομία, γεωπονία

Μεταφράσεις: γεωργία

γεωργία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
agriculture, farming, agricultural

γεωργία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agricultura, la agricultura, agrícola, agricultura de, agrícolas

γεωργία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
landwirtschaft, ackerbau, Landwirtschaft, der Landwirtschaft, die Landwirtschaft, Agrar, Land-

γεωργία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agronomie, agriculture, l'agriculture, agricole, agricoles

γεωργία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agricoltura, l'agricoltura, dell'agricoltura, agricolo, all'agricoltura

γεωργία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agricultura, a agricultura, agrícola, da agricultura, agrícolas

γεωργία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landbouwkunde, akkerbouw, agronomie, agricultuur, landbouw, de landbouw, landbouwmachines, landbouwsector, land-

γεωργία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
агрономия, агрокультура, земледелие, сельское хозяйство, сельского хозяйства, сельском хозяйстве, сельское

γεωργία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landbruk, jordbruk, jordbruket, landbruket, landbruks

γεωργία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jordbruk, åkerbruk, lantbruk, jordbruket, Lantbruk, jordbruks, jordbrukets

γεωργία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maanviljelys, maatalous, maanviljely, maatalouden, maataloutta, maataloudessa

γεωργία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
landbrug, landbruget, landbrugssektoren, landbrugets, landbrugsområdet

γεωργία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zemědělství, rolnictví, Zemědělská technika, Zemědělská, technika, zemědělské

γεωργία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rolnictwo, rolnictwa, rolnicze, rolnica, rolnictwie

γεωργία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mezőgazdaság, mezőgazdasági, a mezőgazdaság, mezőgazdaságban, mezőgazdasági gépek

γεωργία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarım, Tarim, tarımsal, Ziraat, tarım makinaları

γεωργία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
землеробство, сільське господарство, Сiльське господарство, сільському господарстві, Сільске господарство

γεωργία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
agrokultura, bujqësi, bujqësia, bujqësisë, bujqësore, bujqësinë

γεωργία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
земеделие, селското стопанство, селско стопанство, земеделието, селското

γεωργία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сельская, сельскую, сельскае, сельскай

γεωργία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maaviljelus, maaharimine, põllumajandus, põllumajanduse, põllumajanduses, põllumajandust, põllumajandusele

γεωργία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poljoprivredne, poljoprivreda, poljoprivrede, poljoprivredu, zemljoradnja, poljoprivredi, za poljoprivredu

γεωργία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búnaður, akuryrkja, jarðyrkja, landbúnaður, landbúnaði, landbúnað, landbúnaðar, í landbúnaði

γεωργία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žemdirbystė, žemės ūkis, žemės ūkio, žemės, žemės ūkiui

γεωργία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zemkopība, lauksaimniecība, lauksaimniecības, lauksaimniecību, lauksaimniecībā, lauksaimniecībai

γεωργία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
земјоделство, земјоделството, земјоделски, земјоделие, земјоделието

γεωργία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agricultură, Utilaje agricole, agricultura, agriculturii, agricole

γεωργία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kmetijstvo, kmetijstva, kmetijstvu, pridelki, kmetijstvom

γεωργία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poľnohospodárstvo, poľnohospodárstva, poľnohospodárstve, poľnohospodárskych, poľnohospodárske

Στατιστικά δημοτικότητας: γεωργία

Τυχαίες λέξεις