Λέξη: διαιτολόγιο

Σχετικές λέξεις: διαιτολόγιο

διαιτολόγιο θηλασμού, διαιτολόγιο εφήβων, διαιτολογιο για εφήβους, διαιτολόγιο 1200 θερμίδων, διαιτολόγιο nasa, διαιτολόγιο νηστείας, διαιτολόγιο για νηστεία, διαιτολόγιο εγκύου, διαιτολόγιο για ουρικό οξύ, διαιτολόγιο για διαβητικούς

Μεταφράσεις: διαιτολόγιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diet, diets, dietary, the diet, of diet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dieta, régimen, la dieta, dieta de, alimentación, de dieta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nahrung, ernährung, leicht, kalorienarm, schlankheitskur, diät, reichstag, abgeordnetenversammlung, Diät, Nahrung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dite, diète, diététique, régime, nourriture, alimentation, régime alimentaire, l'alimentation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dieta, la dieta, di dieta, alimentazione, dieta di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
morrer, dieta, dado, alimentação, dieta de, de dieta, a dieta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dieet, voeding, voedsel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конгресс, парламент, стол, пища, питаться, питание, диета, диеты, рацион, диетпитание
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diett, kosthold, dietten, kostholdet, kosten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kost, diet, dieten, kosten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laihdutuskuuri, dieetti, ruokavalio, laihduttaa, ruokavaliossa, ruokavalion, ruokavaliota, ruokavalioon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diæt, kost, kosten, ernæring
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dietní, sněm, strava, dieta, stravě, stravy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dieta, odchudzać, wyżywienie, sejm, pożywienie, diety, diet, dietę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyókúra, diéta, étrend, diétát, táplálkozás, étrendet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rejim, perhiz, diyet, beslenme, diyeti, bir diyet, diet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стіл, дієта, харчуватися, харчуватись, харчування
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dietë, dietë të, dietë e, dietën, dieta
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диета, диетата, хранене, хранителен режим
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыета
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maapäev, toitumine, dieet, dieeti, dieedi, toitumise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrana, dijeta, ishrana, prehrana, jelo, prehrane, prehrani
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mataræði, fæði, megrunarkúr, fæðu, með mataræði
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dieta, mityba, dietos, mitybos, mitybą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diēta, uzturs, diētu, uzturu, uzturā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исхрана, исхраната, диета, начинот на исхрана, диетата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
regim, dietă, dieta, regim alimentar, dietei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dieta, prehrana, prehrane, dieto, prehrano
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strava, diéta, Dieta

Στατιστικά δημοτικότητας: διαιτολόγιο

Τυχαίες λέξεις