Термит στα ελληνικά
Μετάφραση: термит, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τερμίτης, θερμίτη, Θερμίτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- териер στα ελληνικά - τερριέ, τεριέ, Terrier, τεριέ του, Τέρριερ
- терминология στα ελληνικά - ορολογία, ορολογίας, την ορολογία, ορολογία που, της ορολογίας
- термодинамика στα ελληνικά - θερμοδυναμική, θερμοδυναμικής, τη θερμοδυναμική, η θερμοδυναμική, θερμοδυναμικές
- термометър στα ελληνικά - θερμόμετρο, θερμομέτρου, το θερμόμετρο, θερμόμετρου
Τυχαίες λέξεις
Термит στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τερμίτης, θερμίτη, Θερμίτης
Μεταφράσεις: τερμίτης, θερμίτη, Θερμίτης