Λέξη: ηλεκτρονικός
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρονικός
ηλεκτρονικός μηχανικός, ηλεκτρονικός φάκελος, ηλεκτρονικός αναγνώστης, ηλεκτρονικός λογογράφος, ηλεκτρονικός υπολογιστής βικιπαιδεια, ηλεκτρονικός σύμβουλος ψήφου, ηλεκτρονικός ταχογράφος, ηλεκτρονικός λογογράφος 5, ηλεκτρονικός ναργιλές, ηλεκτρονικός υπολογιστής χρησιμοτητα, ηλεκτρονικός υπολογιστής
Μεταφράσεις: ηλεκτρονικός
ηλεκτρονικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electronic, an electronic
ηλεκτρονικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
electrónico, electrónica, electrónicos, electrónico de, electrónicas
ηλεκτρονικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektronisch, elektronischen, elektronische, elektronischer, Elektronik
ηλεκτρονικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
électronique, électroniques, électronique de, electronic
ηλεκτρονικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettronico, elettronica, elettronici, elettroniche, elettronico di
ηλεκτρονικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
electrónico, eletrônico, eletrônica, electrónica, eletrônicos
ηλεκτρονικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elektronisch, electronisch, elektronische, de elektronische, electronische
ηλεκτρονικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
электроника, электронный, электронная, электронные, электронного, электронной
ηλεκτρονικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektronisk, elektroniske, elektronikk, e
ηλεκτρονικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elektronisk, elektroniska, elektroniskt, e
ηλεκτρονικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elektroninen, sähköinen, sähköisen, sähköisten, sähköisessä, elektroniset
ηλεκτρονικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elektronisk, elektroniske, e
ηλεκτρονικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
elektronový, elektronický, elektronika, elektronické, elektronická, elektronických, elektronického
ηλεκτρονικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elektroniczny, elektronowy, internetowy, elektroniczne, elektronicznej, elektronicznego, elektroniczna
ηλεκτρονικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elektronikus, az elektronikus, elektronikai, elektromos, elektronikusan
ηλεκτρονικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elektronik, Electronic, Elektron, bir elektronik
ηλεκτρονικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електронний, електронну, електронна, ел
ηλεκτρονικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
elektronik, elektronike, Electronic, elektronike të, elektrike
ηλεκτρονικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
електронен, Електронната, електронна, електронно, електронни
ηλεκτρονικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
электронны, электронную
ηλεκτρονικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elektrooniline, elektroonilise, elektrooniliste, elektroonilised, elektroonilisi
ηλεκτρονικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
elektronička, elektronski, elektroničko, elektronički, elektroničke, elektronske
ηλεκτρονικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rafræn, Electronic, rafræna, rafrænum, rafrænt
ηλεκτρονικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elektroninis, elektroninių, elektroninės, elektroninė, elektroninio
ηλεκτρονικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elektronisks, elektronisko, elektroniskā, elektroniskās, elektroniska
ηλεκτρονικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
електронски, електронската, електронско, електронските, електронска
ηλεκτρονικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
electronic, electronice, electronică, electronica, electronic de
ηλεκτρονικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
elektronski, elektronska, electronic, elektronske, elektronsko
ηλεκτρονικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
elektronický, elektronické, elektronického, počítačový
Στατιστικά δημοτικότητας: ηλεκτρονικός
Τυχαίες λέξεις