Λέξη: ηλιακός

Σχετικές λέξεις: ηλιακός

ηλιακός θερμοσίφωνας τιμή, ηλιακός θερμοσίφωνας θεσσαλονικη, ηλιακός φούρνος, ηλιακός θερμοσίφωνας 160 λιτρα, ηλιακός θερμοσίφωνας, ηλιακός θερμοσίφωνας κενού, ηλιακός θερμοσίφωνας elco, ηλιακός φορτιστής κινητού, ηλιακός θερμοσίφωνας πως λειτουργει, ηλιακός συλλέκτης, ηλιακός θερμοσίφωνας τιμές, ηλιακος, ηλιακοι θερμοσιφωνες, ηλιακός φορτιστής

Μεταφράσεις: ηλιακός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
solar, solar water, solar heating, solar water system
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solar, solares, solar de, energía solar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Solar-, Sonnen-, Solar, Sonnen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solaire, ensoleillé, solaires, énergie solaire, soleil, l'énergie solaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
solare, solari, solar, energia solare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solar, solares, energia solar, solar de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zonne-, zonne, solar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
солнечный, солнечная, солнечной, солнечных, солнечного
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
solar, solenergi, solens, solcelle, sol
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sol, solenergi, sol-, solar, solcells
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aurinko-, aurinko, auringon, solar, aurinkoenergian
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sol, solar, solenergi, sol-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
solární, slunečný, sluneční, Solar, solárních, solárního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słoneczny, solarny, słonecznej, słoneczna, solar
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nap-, napenergia, szolár, nap, szoláris
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güneş, solar, güneş enerjisi, güneş enerjili
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сонячний, сонячна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diellor, diellore, Solar, diellore të, solare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слънчев, слънчева, слънчевата, соларна, соларната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сонечная, сонечнае, Солнечная
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päikese-, päikese, päikeseenergia, solar, päikesepaneelide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sunčani, solarnog, solarni, solarne, solarna, solarno, solarnu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sól, Solar, sólarorku, sólar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
saulės, Solar, saulės energijos, saulės energija, saul
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saules, Solar, saules enerģijas, solārā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соларни, соларната, сончевата, Сончевиот, соларна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solar, solare, solară, solara, solar de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sončna, solar, solarni, sončne, sončno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slnečné, slnečnej, slnečná, slnečný, slnečnú

Στατιστικά δημοτικότητας: ηλιακός

Τυχαίες λέξεις