Увеличилата στα ελληνικά
Μετάφραση: увеличилата, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτιώνω, μεγαλοποιώ, η ενισχυμένη, η αυξημένη, της ενισχυμένης, το ενισχυμένο, η βελτιωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- уважение στα ελληνικά - σέβομαι, θεωρώ, σεβασμός, υπόληψη, εκτίμηση, αφορά, σχέση, ...
- уведомление στα ελληνικά - κοινοποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, κοινοποίησης, την κοινοποίηση
- угнетение στα ελληνικά - καταπίεση, καταδυνάστευση, καταθλιπτικότης, καταθλιπτικότητα
- угода στα ελληνικά - σκληρά για να εξυπηρετήσει
Τυχαίες λέξεις
Увеличилата στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτιώνω, μεγαλοποιώ, η ενισχυμένη, η αυξημένη, της ενισχυμένης, το ενισχυμένο, η βελτιωμένη
Μεταφράσεις: βελτιώνω, μεγαλοποιώ, η ενισχυμένη, η αυξημένη, της ενισχυμένης, το ενισχυμένο, η βελτιωμένη