Удар στα ελληνικά
Μετάφραση: удар, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσώ, εγκεφαλικό, χτύπημα, κρούση, κραδασμός, σύγκρουση, ορμή, χαϊδεύω, σοκ, επίδραση, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- угода στα ελληνικά - σκληρά για να εξυπηρετήσει
- угроза στα ελληνικά - απειλή, εγγύτης, επικείμενη, επικείμενο, επικείμενης, επίκειται
- ударение στα ελληνικά - τόνος, έμφαση, σημασία, έμφασης
- удобство στα ελληνικά - άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Τυχαίες λέξεις
Удар στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσώ, εγκεφαλικό, χτύπημα, κρούση, κραδασμός, σύγκρουση, ορμή, χαϊδεύω, σοκ, επίδραση, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Μεταφράσεις: φυσώ, εγκεφαλικό, χτύπημα, κρούση, κραδασμός, σύγκρουση, ορμή, χαϊδεύω, σοκ, επίδραση, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση