Λέξη: μαγειρεύω
Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω αρακά, μαγειρεύω οικονομικά συνταγές, μαγειρεύω οικονομικά επεισόδια, μαγειρεύω μανιτάρια πλευρώτους, μαγειρεύω οικονομικά συνταγές σκαι
Συνώνυμα: μαγειρεύω
ψήνω, τηγανίζω, πλαστογραφώ
Μεταφράσεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brew, cook, cooking, I cook
μαγειρεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cocinero, guisar, hervir, cocer, cocinera, infusión, cocinar, de Cook, cocción
μαγειρεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fälschen, koch, gebräu, kochen, köchin, Koch, Köchin
μαγειρεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
truquer, infuser, cuire, cuisent, brassez, brasserie, bouillir, cuisinier, cuisinent, brassons, brasser, préparer, brassent, cuis, cuisinez, cuisez, cuisinière, cuisson, Cuire, cuisine
μαγειρεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cucinare, cuoco, cuocere, Cook, cuoca, cottura
μαγειρεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cozinheira, cozinheiro, cozinhar, cozer, cook, Cozinhe
μαγειρεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keukenmeid, kokkin, koken, kok, Cook, Kook
μαγειρεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заварка, гарнировать, кок, поварих, варка, варево, кашевар, повариха, повар, кулинар, варить, настаиваться, заварить, стряпуха, стряпать, напиток, готовить, кухарка
μαγειρεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kokk, cook, kokken, koke, Stek
μαγειρεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kock, koka, Cook, kocken, laga mat, Koka
μαγειρεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
panna, kokki, käpälöidä, keittää, sormeilla, Cook, Cookin, Kypsennä, laittaa ruokaa
μαγειρεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kok, koge, cook, kokken, Kog, Cooks
μαγειρεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pivovar, navařit, připravit, kuchařka, vařit, kuchař, Cook, vaříme
μαγειρεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
warzyć, parzyć, kucharz, ugotować, fałszować, napar, browar, gotować, piwo, cook, kucharzem
μαγειρεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajószakács, mellékmegfejtés, szakács, Cook, szakácsnő, szakácsnak
μαγειρεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pişirmek, aşçı, Cook, bir aşçı, yemek, Mutfak
μαγειρεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
куховар, варіння, заварка, куховарити, варити, готувати, вариво, зварити, кухар, повар
μαγειρεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gatuaj, kuzhinier, kuzhinier i, Gjellëbërësi, kuzhinieri
μαγειρεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
готвач, Кук, Cook, готвачка, готвя
μαγειρεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гатаваць, кухар, повар
μαγειρεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokk, keedus, keetma, küpsetama, laar, Cook, Cooki, koka, süüa
μαγειρεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zakuhati, kuhati, kuhanje, kuharica, kuhar, Cook, Kuhajte
μαγειρεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
matreiðslumaður, brugga, elda, matbúa, Cook, kokkur, að elda, Kokkurinn
μαγειρεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virti, virėjas, Cook, virėja, Kuko, virėjo
μαγειρεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavārs, virēja, gatavot, pavāra, cook, pavāram
μαγειρεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
готвачот, Кук, Гответе, готвач, готви
μαγειρεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coace, bucătar, bucatar, cook a, bucătăreasă, bucatareasa
μαγειρεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kuhar, kuharica, kuhati, cook, kuharja, kuhamo
μαγειρεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kuchár, Chef, šéfkuchár
Στατιστικά δημοτικότητας: μαγειρεύω
Τυχαίες λέξεις