Λέξη: θυρωρός
Σχετικές λέξεις: θυρωρός
θυρωρός πολυκατοικίας, βέγγοσ θυρωρόσ, θυρωρόσ τησ νύχτασ, ο θυρωρόσ, επάγγελμα θυρωρός, κατσιφάρας θυρωρός, ζητείται θυρωρός, θυρωρός αγγλικα, θυρωρός ετυμολογία
Συνώνυμα: θυρωρός
porter, αχθοφόρος, σκευοφόρος, χαμάλης, επιστάτης, επιστάτης κτίριου
Μεταφράσεις: θυρωρός
θυρωρός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caretaker, porter, doorman, concierge, janitor, doorkeeper
θυρωρός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vigilante, conserje, portero, mozo, Porter, portero de, porteador
θυρωρός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwalter, wärter, hausmeister, Gepäckträger, Portier, porter, Pförtner
θυρωρός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concierge, surveillant, gardien, portier, porter, porteur, de Porter
θυρωρός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bidello, custode, facchino, portiere, porter, portineria, portinaio
θυρωρός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porteiro, Porter, carregador, portador, portaria
θυρωρός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wachter, porter, portier, kruier, afgifte, drager
θυρωρός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
охранник, дворник, телохранитель, техник-смотритель, блюститель, надсмотрщик, смотритель, досмотрщик, сторож, лицо, портье, Портер, швейцар, носильщик, привратник
θυρωρός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
porter, tjener, hotelltjener, portneren, havn
θυρωρός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaktmästare, porter, portier, portvakt, bärare
θυρωρός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoitaja, portteri, porter, kantaja, vahtimestari, portterin
θυρωρός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
porter, Portør, portier, Portvakt
θυρωρός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domovník, vrátný, školník, dozorce, porter, portýr, nosič, vrátná
θυρωρός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stróż, stróżka, dozorczyni, dozorca, nadzorca, opiekun, portier, porter, tragarz, odźwierny, portiera
θυρωρός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hordár, Porter, portás, kapus, portást
θυρωρός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hamal, kapıcı, porter, bekçisi
θυρωρός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обличчя, сторож, особу, особа, охоронець, портьє, портье
θυρωρός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portier, hamall, derëtar, portier i, Porter
θυρωρός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
портер, хамалин, портиер, Портър, портиерна
θυρωρός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апякун, парцье, швейцара, і парцье
θυρωρός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asetäitja, hoidja, hooldaja, porter, portjee, õlu, uksehoidja
θυρωρός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadstojnik, porter, vratar, nosač, Portera, portir
θυρωρός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Porter, Burðarmaður, Móttakan, Brúðkaupsþjónusta Burðarmaður, Hraðbanki
θυρωρός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
porteris, Porter, portjė, nešikas, durininkas
θυρωρός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
porteris, porter, šveicars, durvju sargs, portera
θυρωρός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Портер, вратарот, носач, Porter, хамалин
θυρωρός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
porter, portar, hamal, portar de, Porter a
θυρωρός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porter, temno pivo, Vrba, črno pivo, nošenja prtljage
θυρωρός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
domovník, porter
Τυχαίες λέξεις