Указ στα ελληνικά
Μετάφραση: указ, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- узурпатор στα ελληνικά - σφετεριστής, σφετεριστή, του σφετεριστή, συνωμότη, σφετεριστή του θρόνου
- узус στα ελληνικά - ξύδι, uzus
- указание στα ελληνικά - ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή
- указател στα ελληνικά - φλας, πίνακας, δείκτης, δείκτη, δείκτη του, δείκτης του, το δείκτη
Τυχαίες λέξεις
Указ στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που