Уплътняване στα ελληνικά
Μετάφραση: уплътняване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπίεση, γέμιση, γέμισμα, παραγέμισμα, γέμισης, το παραγέμισμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- унция στα ελληνικά - ουγκιά, ουγγιά, ουγγιών, ουγγιάς, ουγκιών
- упадък στα ελληνικά - πτώση, παρακμή, μείωση, υποχώρηση, παρακμής
- уподобение στα ελληνικά - αφομοίωση, upodobenie
- упорния στα ελληνικά - επίμονος, διαρκής, ώθηση, ώση, ώσης, ωστικού, ώθησης
Τυχαίες λέξεις
Уплътняване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπίεση, γέμιση, γέμισμα, παραγέμισμα, γέμισης, το παραγέμισμα
Μεταφράσεις: συμπίεση, γέμιση, γέμισμα, παραγέμισμα, γέμισης, το παραγέμισμα