Λέξη: ιεροεξεταστής

Σχετικές λέξεις: ιεροεξεταστής

ο ιεροεξεταστήσ, μέγας ιεροεξεταστής, ιεροεξεταστής ντοστογιέφσκι, μεγάλος ιεροεξεταστής

Μεταφράσεις: ιεροεξεταστής

ιεροεξεταστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inquisitor, Inquisitor

ιεροεξεταστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inquisidor, Inquisitor, Inquisidora, el Inquisidor

ιεροεξεταστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
untersuchungsbeamte, Inquisitor, Inquisitors, Inquisitorin

ιεροεξεταστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inquisiteur, Inquisitor, l'Inquisiteur

ιεροεξεταστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inquisitore, Inquisitor, dell'inquisitore, all'inquisitore

ιεροεξεταστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquisidor, Inquisitor, Inquiridora, Inquiridor, Inquisidora

ιεροεξεταστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inquisitoir, inquisiteur, Inquisitor, gerechtelijk onderzoeker

ιεροεξεταστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инквизитор, Inquisitor, инквизитора, инквизитором

ιεροεξεταστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Inquisitor, inkvisitor, inkvisitoren, Storinkvisitoren

ιεροεξεταστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Inquisitor, inquisitoren, inkvisitor, inkvisitorn, inkvisitorns

ιεροεξεταστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuulustelija, inkvisiittori, Inquisitor, Inkvisiittorin, inkvisiittoria

ιεροεξεταστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inkvisitor, Inquisitor, inkvisitoren, inkvisitator, Inkvisitorens

ιεροεξεταστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inkvizitor, Inquisitor, vyšetřovatel, inkvizitorka

ιεροεξεταστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inkwizytor, inquisitor, Inkwizytora, inkwizytorem, Inkwizytorka

ιεροεξεταστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
inkvizítor, vizsgálóbíró, Inkvizítor, Inquisitor, inkvizítort, inkvizitor

ιεροεξεταστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engizisyon mahkemesi üyesi, Inquisitor, Engizisyon Mahkemesi, Engizisyoncu

ιεροεξεταστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цікавість, інквізитор, Инквизитор, суддя

ιεροεξεταστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hetues, inkuizitor, gjyqtar i inkvizicioni

ιεροεξεταστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инквизитор, Инквизитора, следовател, инквизиторе, мъчител

ιεροεξεταστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інквізітар, Інквізітары, інквізытар

ιεροεξεταστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inkvisiitor, järelepärija, Inquisitor, Suurinkvisiitori, Inkvisiittori

ιεροεξεταστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inkvizitor, Istražitelj, inquisitor, istražni sudac, Inkvizitora

ιεροεξεταστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Rannsóknardómari, Rannsóknardómari einn

ιεροεξεταστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inkvizitorius, Inquisitor, Inkvizitors, klausinėtojas, Inkwizytor

ιεροεξεταστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inkvizitors, izmeklētājs, Inquisitor

ιεροεξεταστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Инквизитор, инквизиторот, инквизиторни, биде инквизитор

ιεροεξεταστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inchizitor, Inquisitor, anchetator, de inchizitor, inchizitorul

ιεροεξεταστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inkvizitor, Inkvizitor, Inquisitor

ιεροεξεταστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inkvizítor, Inkvizitor
Τυχαίες λέξεις