Économiser στα ελληνικά

Μετάφραση: économiser, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτός, διατηρώ, διασώζω, περισσεύω, τσιγκουνεύομαι, αποκρούω, συντηρώ, περισσευούμενος, αποταμιεύω, χαρίζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Économiser στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accostées στα ελληνικά - παρενόχληση
  • appelant στα ελληνικά - αναιρεσείουσα, αναιρεσείων, αναιρεσείουσας, αναιρεσείοντος, προσφεύγουσα
  • asphaltée στα ελληνικά - άσφαλτο, ασφάλτου, άσφαλτος, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
  • claustral στα ελληνικά - cloistered, εγκλωβισμένα, απομονωμένοι, εγκλωβισμένα πίσω, εγκλειμένο σε μοναστήρι
Τυχαίες λέξεις
Économiser στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτός, διατηρώ, διασώζω, περισσεύω, τσιγκουνεύομαι, αποκρούω, συντηρώ, περισσευούμενος, αποταμιεύω, χαρίζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε